- συντακτήρ
- συντακτήρone who arrangesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντακτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που συντάσσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντάσσω + επίθημα τήρ (πρβλ. πληκ τήρ)] … Dictionary of Greek
συντακτῆρος — συντακτήρ one who arranges masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτήριος — ον, ΜΑ [συντακτήρ] το αρσ. ως ουσ. ὁ συντακτήριος (ενν. λόγος) αποχαιρετιστήριος λόγος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ συντακτήριον ο συντακτήριος λόγος αρχ. συντακτικός … Dictionary of Greek